Μοιραγέτα — Μοιραγέτᾱ , Μοιραγέτης guide of fate masc nom/voc/acc dual Μοιραγέτᾱ , Μοιραγέτης guide of fate masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοιραγέται — Μοιραγέτᾱͅ , Μοιραγέτης guide of fate masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιραγέτης — και ιων. τ. μοιρηγέτης, εω, και δωρ. τ. μοιραγέτας, α, ὁ (Α) 1. (ως προσωνυμία κυρίως τού Διός ως αρχηγού τών Μοιρών) αυτός που οδηγεί το πεπρωμένο, την ειμαρμένη, τη μοίρα («ἔστι βωμός, ἐπίγραμμα δὲ ἐπ αύτῷ Μοιραγέτα», Παυσ.) 2. (για τους… … Dictionary of Greek
μοιραγέται — μοιραγέτης guide of fate masc nom/voc pl μοιραγέτᾱͅ , μοιραγέτης guide of fate masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)